μακροημερεύω

μακροημερεύω
αμετ. долго жить

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μακροημερεύω" в других словарях:

  • μακροημερεύω — (AM μακροημερεύω [μακροήμερος] ζω πολλά χρόνια μσν. 1. (μτβ.) δίνω μακροζωία 2. καθυστερώ κάποιον 3. παρατείνομαι, χρονίζω …   Dictionary of Greek

  • μακροημερεύω — αμτβ., ζω για πολλά χρόνια, είμαι μακρόβιος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμακροημέρευτος — ἀμακροημέρευτος, ον (Μ) [μακροημερεύω] αυτός που δεν μακροημέρευσε, δεν έζησε ή δεν κράτησε για πολύ καιρό …   Dictionary of Greek

  • μακραίνω — και μακρύνω (Α μακρύνω, Μ μακραίνω) [μάκρος] 1. δίνω σε κάτι έκταση ή διάρκεια, παρατείνω (α. «πολύ τή μάκρυνες την περιγραφή» β. «οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐμάκρυναν τὴν ἀνομίαν αὐτῶν», ΠΔ) 2. θέτω μακριά ένα πρόσωπο ή ένα πράγμα, απομακρύνω, απωθώ, αποσύρω …   Dictionary of Greek

  • μακροημέρευση — η (AM μακροημέρευσις) [μακροημερεύω] η παράταση τών ημερών τής ζωής, μακροβιότητα, μακροζωία («χαρὰν καὶ μακροημέρευσιν», ΠΔ) νεοελλ. η μεγάλη διάρκεια ενός γεγονότος …   Dictionary of Greek

  • πολυημερεύω — Α [πολυήμερος] μακροημερεύω …   Dictionary of Greek

  • προμακροημερεύω — Μ μακροημερεύω υπερβολικά …   Dictionary of Greek

  • ԵՐԿԱՅՆՕՐԵԱՅ — ( ) NBH 1 0689 Chronological Sequence: Early classical ա. ԵՐԿԱՅՆՕՐԵԱՅ ԼԻՆԵԼ. μακροημερεύω prolongo dies, longaevus sum Կեալ ընդ երկայն աւուրս. շատ օրերով ապրիլ. *Երկայնօրեայք լինիցիք յերկրին, կամ ի վերայ երկրին, զոր ժառանգիցէ. Օրին. ՟Ե. ՟Զ. ՟Ժ՟Ա …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»